- ἀνάλεκτος
- ἀνά-λεκτος, ον,A select, choice,
γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος Socr.Ep.9
. -lectris, -idos, dub. in Ov.AA3.273 (v. ἀναληπτρίς).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυναῖκες ἀ. τὸ κάλλος Socr.Ep.9
. -lectris, -idos, dub. in Ov.AA3.273 (v. ἀναληπτρίς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάλεκτος — ον (Α ἀνάλεκτος) [ἀναλέγω] 1. επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος 2. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα ανάλεκτα υπολείμματα τής τροφής μετά το δείπνο … Dictionary of Greek
ανάλεκτος — η, ο 1. εκλεκτός, διαλεγμένος. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα ανάλεκτα ποικίλου περιεχομένου εργασίες που δημοσιεύονται μαζί: Κυκλοφόρησαν τα « Ανάλεκτα» του Α συγγραφέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλέκτους — ἀνάλεκτος select masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… … Dictionary of Greek